- πρεσβύτης
- (I)ο, θηλ. πρεσβύτις, -ιδος / πρεσβῡτις, ΝΑγέρος, γριάαρχ.1. κυρίως αυτός που ανήκε στην έκτη από τις επτά ηλικίες στις οποίες διαιρούσαν οι αρχαίοι τη ζωή, από τη γέννηση μέχρι τα έσχατα γηρατειά2. αυτός που βλέπει μακριά, όπως συνήθως οι γέροντες, σε αντιδιαστολή με τον μύωπα.[ΕΤΥΜΟΛ. < πρέσβυς + επίθημα -της / -τις πιθ. κατά το πολίτης].————————(II)ο, Νζωολ. γένος δενδρόβιων πιθήκων τής ΝΑ Ασίας.————————(III)-ητος, και δωρ. τ. πρεσβύτας, -ατος, ή, Α [πρέσβυς]η πρεσβυτική ηλικία, τα γηρατειά.
Dictionary of Greek. 2013.